μαλακτικότητα

μαλακτικότητα
[-ης (-ητος)] η мед. смягчающее, успокоительное свойство (лекарства)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μαλακτικότητα" в других словарях:

  • μαλακτικότητα — η [μαλακτικός] 1. η ικανότητα για μάλαξη, για μαλάκωμα 2. (μεταλργ.) η ιδιότητα τών μετάλλων να διαπλατύνονται και να διαμορφώνονται σε φύλλα με σφυρηλάτηση ή με έλαση …   Dictionary of Greek

  • μαλακτότητα — η [μαλακτός] (για μέταλλο) η μαλακτικότητα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»